- κασσιτεροποιός
- κασσιτεροποιός, ὁ (Α)κασσιτερουργός*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κασσιτεροποιούς — κασσιτεροποιός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κασσίτερος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Sn· ανήκει στην πρώτη υποομάδα της τέταρτης ομάδας του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 50, ατομική μάζα 118,70 και δέκα σταθερά ισότοπα. Δεν είναι πολύ διαδεδομένος στη φύση, βρίσκεται όμως σε… … Dictionary of Greek